- ἐγγενέτης
- ἐγγεν-έτης, ου, ὁ,A inborn, native,
δαίμονες A.R.4.1549
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαίμονες A.R.4.1549
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγγενέτης — ἐγγενέτης, ο (Α) εγχώριος, ντόπιος … Dictionary of Greek
ἐγγενέταις — ἐγγενέτης inborn masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενέταισι — ἐγγενέτης inborn masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγενέταισιν — ἐγγενέτης inborn masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)